-
1 удалённый
[ουνταλιόννυϊ] εκ. απομακρυσμένος -
2 удалённый
[ουνταλιόννυϊ] επ απομακρυσμένος -
3 удалённый
επ. από μτχ.απόμακρος, απομακρυσμένος, μακρινός, αλαργινός•-ые места απομακρυσμένα μέρη.
-
4 пользователь
1. вчт. ο χρήστης, ο καταναλωτής, ο συνδρομητής 2. юр. ο χρήστης, ο χρησιμοποιών.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пользователь